- σαρκάζει
- σαρκάζωtear fiesh like dogspres ind mp 2nd sgσαρκάζωtear fiesh like dogspres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας … Dictionary of Greek
σαρκαστής — ο, Ν αυτός που σαρκάζει, που χλευάζει, που περιπαίζει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Π. Εξακουστό] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
σαρκάζω — σάρκασα, γελώ χαιρέκακα, ειρωνεύομαι με κακεντρέχεια: Εμείς υποφέρουμε κι αυτός σαρκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαρκαστής — ο αυτός που σαρκάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)